άλυτος

άλυτος
-η, -ον (AM ἄλυτος, -ον)
1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί
2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος
3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος
4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος
νεοελλ.-αρχ.
αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση ή δεν επιδέχεται λύση, ανεπίλυτος, αξεδιάλυτος
νεοελλ.
1. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε, ο άλειωτος
2. (για τα πανιά πλοίου) αυτός που δεν ανοίχθηκε, δεν ξεδιπλώθηκε
3. αδιευθέτητος, εκκρεμής
μσν.
(για αιτήματα) αυτός που δεν έγινε αποδεκτός από τον αυτοκράτορα, ο αναπάντητος
αρχ.
1. (για ουσίες) αυτός που δεν διαλύεται ή δεν λειώνει, ο αδιάλυτος
2. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που δεν μπορεί να ελέγξει ή να αναιρέσει κανείς
3. αθεράπευτος, ανίατος, αδιόρθωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄλυτος — not to be loosed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλυτος — η, ο αυτός που δε λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί: Έχω τα προβλήματα ακόμη άλυτα. – Το πρόβλημα αυτό είναι άλυτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλύτως — ἄλυτος not to be loosed adverbial ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυτον — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc sg ἄλυτος not to be loosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλυτώτεροι — ἄλυτος not to be loosed masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτοιο — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτοις — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτοισι — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτου — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg ἀλύτης police officer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύτους — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”